αδιακώλυτος
Смотреть что такое "αδιακώλυτος" в других словарях:
αδιακώλυτος — η, ο [διακωλύω] αυτός που δεν παρεμποδίστηκε, απαρεμπόδιστος, ανεμπόδιστος … Dictionary of Greek
αδιακώλυτος — η, ο [διακωλύω] αυτός που δεν παρεμποδίστηκε, απαρεμπόδιστος, ανεμπόδιστος … Dictionary of Greek